Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκ γενναίων

См. также в других словарях:

  • γενναιῶν — γενναιάζω to be brave fut part act masc voc sg γενναιάζω to be brave fut part act neut nom/voc/acc sg γενναιάζω to be brave fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναίων — γενναί̱ων , γενναῖος true to one s birth fem gen pl γενναί̱ων , γενναῖος true to one s birth masc/neut gen pl γενναί̱ων , γενναῖος true to one s birth masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • доблии — (107) пр. 1. Крепкий, сильный (телом): ѡкована желѣзы тѩжькыми. по рѹцѣ и по нозѣ. ѥго же твердо стрежахѹ. бѣ бо добль тѣломь и красенъ лице(м). ПКП 1406, 163в. 2. Доблестный, мужественный: ли воѥводѣ доблю ѡ всѣхъ болѣзнѹюща и бѣдѹюща. (ἄριστον) …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… …   Dictionary of Greek

  • ευανδρία — η (Α εὐανδρία) [εύανδρος] 1. η αφθονία ανδρών και κυρίως γενναίων και ενάρετων 2. η ανδρική ηλικία ή η ανδρεία, το ανδρικό φρόνημα, η γενναιότητα αρχ. 1. η σωματική, η φυσική ευεξία 2. (ως χριστιανική αρετή) το υψηλό φρόνημα, το μεγάλο θάρρος… …   Dictionary of Greek

  • ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… …   Dictionary of Greek

  • λεβεντογενιά — η γενιά γενναίων ανδρών, γενιά ηρώων …   Dictionary of Greek

  • Δαδήρας, Ντίμης (Δημήτρης) — (Κωνσταντινούπολη 1927 – Αθήνα 1982). Σκηνοθέτης, παραγωγός και διευθυντής παραγωγής του κινηματογράφου. Ο πατέρας του Παναγιώτης Δαδήρας ήταν από τους πρωτοπόρους του εγχώριου κινηματογράφου, ιδρύοντας το 1931 την Ολύμπια Φιλμ. Ο ίδιος ο Ντίμης… …   Dictionary of Greek

  • Καλλέργης, Λυκούργος — (Χουμέρι Μυλοποτάμου Κρήτης 1914 –).Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Γιος του σοσιαλιστή ηγέτη Σταύρου Καλλέργη (βλ. λ.), σπούδασε στη δραματική σχολή των Καρόλου Κουν Διονύση Δεβάρη. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο το 1934,… …   Dictionary of Greek

  • Καραγιάννης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναγνώστης. Καταγόταν από τον Βάλτο. Διετέλεσε πληρεξούσιος της πατρίδας του στις εθνοσυνελεύσεις. Προήχθη σε χιλίαρχο και έλαβε μέρος σε μάχες που διεξήχθησαν στους Κουμουτσάδες, στο Κομπότι, στην Άρτα και στο… …   Dictionary of Greek

  • Καραλής, Γιάννης — (Σαραβάλι Αχαΐας 1921 –). Δημοσιογράφος, κριτικός και πεζογράφος. Σπούδασε στην Πάντειο Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών (ΠΑΣΠΕ). Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος. Διετέλεσε συντάκτης και αρχισυντάκτης της εφημερίδας Πελοπόννησος (1950 83), στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»